- ἰδιάζον
- ἰδιάζωto be alonepres part act masc voc sgἰδιάζωto be alonepres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἰδίαζον — ἰ̱δίαζον , ἰδιάζω to be alone imperf ind act 3rd pl ἰ̱δίαζον , ἰδιάζω to be alone imperf ind act 1st sg ἰδιάζω to be alone imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἰδιάζω to be alone imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Σείριος — (Αστρον.). Απλανής αστέρας, ο α του Μεγάλου Κυνός, ο λαμπρότερος των απλανών αστέρων με φαινομενικό μέγεθος 1,8. Ανήκει στον τύπο των λευκών αστέρων και απέχει περί τα 8,4 έτη φωτός από τη Γη. Ο Σ. είναι διπλός αστέρας· η ύπαρξη του συνοδού του,… … Dictionary of Greek
ιδιάζω — (ΑΜ ἰδιάζω) 1. έχω δικά μου, ατομικά χαρακτηριστικά, είμαι διαφορετικός από τους άλλους (α. «ιδιάζουσα περίπτωση» β. «ἰδιάζοντα γένη λίθων», Φιλόδ.) 2. ανήκω σε κάποιον ή κάτι ως ιδιαίτερο γνώρισμα, ανήκω ουσιαστικά σε κάποιον (α. «έχει ιδιάζουσα … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με … Dictionary of Greek
τεχνοτροπία — Oνομάζεται και ύφος. Ο ιδιαίτερος προσωπικός τρόπος με τον οποίο ο καλλιτέχνης συλλαμβάνει και εκφράζει τις ιδέες και τα συναισθήματα του. Ο όρος χαρακτηρίζει και τις διαφοροποιήσεις των διαφόρων λογοτεχνικών ή καλλιτεχνικών σχολών. * * * η, Ν ο… … Dictionary of Greek
τεχνοτροπημένος — η, ο, Ν (για καλλιτεχνικό έργο) αυτός στον οποίο ακολουθήθηκε ιδιάζον καλλιτεχνικό ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενός αμάρτυρου ρ. *τεχνοτροπούμαι < τέχνη + τρόπος] … Dictionary of Greek
ανώμαλο σημείο — Ο όρος συναντάται στη μαθηματική ανάλυση όταν πρόκειται για μια συνάρτηση και στη γεωμετρία όταν πρόκειται για μια καμπύλη ή μια επιφάνεια. Σε ένα τέτοιο σημείο η συνάρτηση, αντίστοιχα η καμπύλη (ή η επιφάνεια) παρουσιάζουν μια ιδιότυπη… … Dictionary of Greek
Λιούις, Άρθουρ — (Sir Arthur Lewis, Αγία Λουκία, Καραϊβική 1915 – ΗΠΑ 1991). Βρετανός οικονομολόγος και πανεπιστημιακός. Το 1932 ξεκίνησε τις σπουδές του με υποτροφία στη Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου (LSE). Έπειτα από πέντε χρόνια (1937) αποφοίτησε από το… … Dictionary of Greek